- ολόλαμπρος
- -η, -ο (Α ὁλόλαμπρος, -ον)πολύ λαμπρός, λουσμένος στο φως, ολοφώτεινος, κατάφωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερέκλαμπρος — ον, Μ ολόλαμπρος, πάρα πολύ λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἔκλαμπρος «ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός»] … Dictionary of Greek
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
αινολαμπής — αἰνολαμπής, ὲς (Α) αυτός που λάμπει φοβερά, τρομακτικά, ολόλαμπρος, ο περίλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λαμπὴς < λάμπω] … Dictionary of Greek
δεκαφώτιστος — η, ο πολύ φωτεινός, ολόλαμπρος … Dictionary of Greek
διαλαμπής — διαλαμπής, ές (Α) [διαλάμπω] ολόλαμπρος … Dictionary of Greek
κατάλαμπρος — η, ο (AM κατάλαμπρος, ον) πολύ λαμπρός, ολόλαμπρος … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολολαμπής — ές (ΑΜ ὁλολαμπής, ές) ολόλαμπρος, ολοφώτεινος («ὁλολαμπής Ὄλυμπος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νεο λαμπής] … Dictionary of Greek